τίλλει

τίλλει
τίλλω
b.
pres ind mp 2nd sg
τίλλω
b.
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαδάλλει — ή μαγδάλλει (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τίλλει, ἐσθίει». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το θ. τού μαδώ*. Κατ άλλη άποψη, ο τ. με τη σπάνια μορφή μαγδάλλει συνδέεται με το θ. τού μάσσω* (πρβλ. ἀπομαγδαλιά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”